φαρμακοποιία

φαρμακοποιία
η
1) производство лекарств; 2) спец. фармакопея

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φαρμακοποιία" в других словарях:

  • φαρμακοποιία — η 1. η τέχνη της δημιουργίας φαρμάκων: Είναι σπουδαίος στη φαρμακοποιία. 2. βιομηχανία φαρμάκων. 3. επίσημος οδηγός για ομοιόμορφο έλεγχο των φαρμάκων και κατασκευή των φαρμακοτεχνικών σκευασμάτων, ο φαρμακευτικός κώδικας: «Ελληνική φαρμακοποιία» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμακοποιία — η / φαρμακοποιΐα, ΝΑ [φαρμακοποιός] η τέχνη τής παρασκευής φαρμάκων νεοελλ. συλλογή μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την παρασκευή τους …   Dictionary of Greek

  • φαρμακοποιίας — φαρμακοποιίᾱς , φαρμακοποιία preparation of drugs fem acc pl φαρμακοποιίᾱς , φαρμακοποιία preparation of drugs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακοποιίαν — φαρμακοποιίᾱν , φαρμακοποιία preparation of drugs fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pharmacopee — Pharmacopée Historiquement, une pharmacopée est un ouvrage encyclopédique recensant principalement des plantes à usage thérapeutique, mais également des substances d origine animale ou minérale et, plus récemment, des substances chimiques. De nos …   Wikipédia en Français

  • Pharmacopée — Historiquement, une pharmacopée est un ouvrage encyclopédique recensant principalement des plantes à usage thérapeutique, mais également des substances d origine animale ou minérale et, plus récemment, des substances chimiques. Parmi les… …   Wikipédia en Français

  • Farmacopea — (Del gr. pharmakopoiia < pharmakon, medicamento + poieo, hacer.) ► sustantivo femenino 1 FARMACIA Conjunto de procedimientos para preparar fármacos o medicamentos. 2 FARMACIA Libro oficial que publica cada país periódicamente y que sirve de… …   Enciclopedia Universal

  • βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… …   Dictionary of Greek

  • δρόγη — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • λυκίσκος — Κοινή ονομασία των δικοτυλήδονων φυτών του είδους Humulus lupulus, της οικογένειας των κανναβινιδών. Είναι πολυετής αναρριχώμενη πόα με κληματώδεις, γωνιώδεις βλαστούς, που ανανεώνονται κάθε χρόνο και φτάνουν σε μήκος τα 5 10 μ. Έχει καρδιοειδή… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»